Ομιλία του Γεωρ. Λιβανίου για την καινοτομία στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η καινοτομία είναι κλειδί για την ανταγωνιστικότητα.
Στις σημερινές οικονομίες της γνώσης ή, αλλιώς, κοινωνίες της πληροφορίας, οι παραγωγικές δομές έχουν αλλάξει και παράγοντες όπως η καινοτομία, η διάχυση νέων ιδεών και γνώσης, καθώς και το καταρτισμένο εργατικό δυναμικό αποκτούν κεντρική σημασία. Δεν είναι υπερβολή να υποστηριχθεί πως, σήμερα η επένδυση στη γνώση και την ανθρώπινη δημιουργικότητα γίνεται η σημαντικότερη πλουτοπαραγωγός πηγή.
Αναμφισβήτητα, η καινοτομία αποτελεί το χρυσό κλειδί για το άνοιγμα της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης.
Ωστόσο, η καινοτομία μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, όπως, η εισαγωγή στην αγορά ενός νέου ή καλύτερου ποιοτικά αγαθού, η χρησιμοποίηση μιας νέας παραγωγικής διαδικασίας ή η απόκτηση μιας νέας εισροής, η διάνοιξη μιας νέας αγοράς ή, τέλος, η πραγματοποίηση μιας νέας μορφής και οργάνωσης της επιχείρησης. Με άλλα λόγια, η έννοια της καινοτομίας προϋποθέτει την αντικατάσταση «παλαιών» μεθόδων παραγωγής με «νέες» καινοτόμους δράσεις και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομίας της γνώσης.
Με αυτή την έννοια της καινοτομίας ως τη χρήση νέας γνώσης, προκειμένου να προσφερθεί ένα νέο προϊόν ή μια νέα υπηρεσία που θέλει η αγορά, η καινοτομία προβάλλει σήμερα ως μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους επίτευξης μεγέθυνσης οικονομίας.
Η διαχείριση της γνώσης θα πρέπει να συντελείται σε κάθε κομμάτι της αλυσίδας της, από τη δημιουργία της στη διάχυσή της και τη μετατροπή της σε καινοτόμες δράσεις, καθώς και την εκμετάλλευσή της από τις επιχειρήσεις. Σε αυτή τη διαδικασία τρεις παράγοντες προβάλλουν ως καθοριστικοί. Ο πρώτος είναι η επένδυση στη βασική έρευνα, τόσο μέσω των κρατικών πολιτικών υποστήριξης και χρηματοδότησης έρευνας, όσο και μέσω της συνεισφοράς των ιδιωτικών επενδύσεων σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α). Ο δεύτερος είναι το μέγεθος και η ποιότητα του ερευνητικού δυναμικού της χώρας και το επίπεδο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε χώρους τεχνολογίας, αλλά και σε χώρους που αφορούν τη διοίκηση, την οργάνωση και την παραγωγή. Τέλος, ο τρίτος αναφέρεται στην υποδομή της χώρας σε τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ), που, μεταξύ άλλων, επιτρέπει την άμεση επικοινωνία και διασύνδεση και την άντληση μεγάλου όγκου δεδομένων. Το παράδειγμα έντονα αναπτυσσόμενων οικονομιών δείχνει πως, οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών αποτελούν σημαντικό «εργαλείο» για την ανάπτυξη συνθηκών που ευνοούν την επιχειρηματικότητα, την επικοινωνία, την έγκαιρη πληροφόρηση και «ευθυγράμμιση με την αγορά», την καλλιέργεια των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και την καινοτομία.
Είναι σαφής, επομένως, η τάση για εξειδίκευση, ανάπτυξη, διάδοση και εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης, ως ανάγκη και προτεραιότητα του νέου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, που δημιουργούν η παγκοσμιοποίηση και η οικονομία της γνώσης. Βέβαια, η εναρμόνιση στο νέο περιβάλλον, διαφέρει από χώρα σε χώρα, ανάλογα με τη θέση που κατέχει η οικονομία της στο διεθνή ανταγωνισμό. Η ικανότητα προώθησης της καινοτομίας μιας χώρας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, κυρίως όμως, από το ανθρώπινο δυναμικό με τριτοβάθμια εκπαίδευση, την εξέλιξη στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, τις κρατικές δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία, κ.ά.
Ανεξάρτητα, όμως, από αυτά, η αλληλεπίδραση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της επιστημονικής γνώσης είναι αναπόφευκτη πραγματικότητα.
Έτσι, η καινοτομία και, ιδιαίτερα, η τεχνολογική, έχει καθοριστικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό.
Η καινοτομία είναι το άμεσο αποτέλεσμα της εφαρµοσµένης έρευνας, η οποία, όμως, λαμβάνει υπ’ όψη της τις υπάρχουσες τεχνικές δυνατότητες, καθώς και τις ανάγκες της αγοράς. Θα µπορούσαµε, συνεπώς, να ισχυριστούμε ότι, η καινοτομία αποτελεί απάντηση στην προσπάθεια να κατακτηθούν οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι εξελίξεις στην αγορά δια µέσου της παραγωγής νέας γνώσης. Η γνώση, όµως, και, κατά συνέπεια, η καινοτομία, είναι το αποτέλεσµα µιας συνεχούς και επίµονης διαδικασίας µάθησης που βασίζεται στη συσσώρευση εµπειρίας και απορρέει από αυτές τις συστημικές σχέσεις, καθώς είναι αποτέλεσμα της διάδρασης, μάλλον, παρά της ατομικής προσπάθειας ενός οργανισμού.
Η µάθηση που οδηγεί στη γνώση αποκτάται δια µέσου µιας επαναλαµβανόµενης διαδικασίας εντοπισµού προβληµάτων και προσπάθειας για την επίλυση τους. Έτσι, η µάθηση μπορεί να είναι αποτελεσµατική αν επιδιωχθεί η επίτευξη του σωρευτικού της χαρακτήρα δια µέσου της υιοθέτησης πολιτικών που στηρίζουν τη διαρκή συνέχειά της.
Επομένως, στην οικονομία της γνώσης η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό και, κυρίως, ο εκσυγχρονισμός των δεξιοτήτων του και η εδραίωση της διά βίου μάθησης αποκτούν αποφασιστική σημασία. Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβολές που συντελούνται καθημερινά και η αυξανόμενη σημασία της γνώσης στην παραγωγική διαδικασία δημιουργούν την ανάγκη για διαρκή ανάπτυξη διαφορετικών δεξιοτήτων ή την αναβάθμισή τους σε όλα τα στάδια του επαγγελματικού βίου.
Ωστόσο, η επιτυχημένη καινοτομία εξαρτάται από την ικανότητα των επιχειρηματιών να χρησιμοποιήσουν το ανθρώπινο και πολιτιστικό κεφάλαιο, καθώς και να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες της αγοράς.
Όμως, όπως και να έχει, η καινοτομία αποτελεί μία σημαντική διαδικασία σε μία σύγχρονη οικονομία που βασίζεται στη γνώση. Οι κινητήριες δυνάμεις για την καινοτομία είναι ο ανταγωνισμός, η τεχνολογία και η έρευνα. Καινοτομία η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, αλλά και στην υιοθέτηση νέων τρόπων ποικίλων εφαρμογών. Οι ανταγωνιστές θα ξεπεράσουν οποιαδήποτε επιχείρηση, κλάδο, ή χώρα, η οποία θα σταματήσει τη διαδικασία βελτίωσης και διαφοροποίησής της.
Για παράδειγμα σας αναφέρω την Φινλανδία η οποία πριν από 15 χρόνια περίπου, αντιμετώπισε μεγάλη οικονομική καταστροφή από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, που ήταν ένας από τους βασικούς οφειλέτες της. Τα δημόσια οικονομικά δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την απότομη αύξηση της ανεργίας σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις του πολύ καλού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Το φινλανδικό μάρκο υποτιμήθηκε κατά 25%. Έχοντας ένα ποσοστό ανεργίας που πλησίαζε το 12%, πολλά εργοστάσια έκλεισαν.
Παρ΄όλα αυτά επέτυχε να επαναπροσανατολίσει την οικονομία της στοχεύοντας, μεταξύ άλλων, στις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες και η κοινωνία των πληροφοριών. Τα νέα φινλανδικά προγράμματα ανάπτυξης, η εξειδίκευση και η ανάπτυξη της καινοτομίας την ανέβασαν παγκόσμια σε ένα υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας, αυξάνοντας συνεχώς τις επενδύσεις.